Μπρεστ

Μπρεστ
Πόλη (περ. 300.000 κάτ.), διοικητικό κέντρο της περιφέρειας Μπρεστ της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας (32.300 τ. χλμ., 1.510.600 κάτ.). Βρίσκεται σε απόσταση 180 χλμ. από τη Βαρσοβία και 345 χλμ. από το Μινσκ. Επειδή η θέση της έχει στρατηγική σημασία, γνώρισε πολλές επιδρομές Μογγόλων, Τευτόνων ιπποτών και Τατάρων. Η πόλη συνδέει το όνομά της με την υπογραφή το 1918 δύο συνθηκών ειρήνης, μία μεταξύ των Κεντρικών Δυνάμεων και των Ουκρανών και μια μεταξύ των Κεντρικών Δυνάμεων και της Ρωσίας. Το 1921 κυριεύτηκε από τους Πολωνούς, που την έκαναν πρωτεύουσα της Πολεσίας αλλά το 1944 προσαρτήθηκε τελικά στην ΕΣΣΔ. Στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο έπαθε μεγάλες καταστροφές από τους Γερμανούς, αλλά ανοικοδομήθηκε μετά την αποχώρησή τους και σήμερα είναι μεγάλο υφαντουργικό κέντρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μπρεστ-Λιτόφσκ, συνθήκη ειρήνης — Συνθήκη που συνάφθηκε στις 3 Μαρτίου 1918 μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και των Κεντρικών Αυτοκρατοριών· ονομάστηκε έτσι από την πόλη Μπρεστ (βλ. λ.), η οποία ονομαζόταν Μπρεστ Λιτόφσκ μέχρι το 1921. Πριν από τη συνθήκη είχε συναφθεί, τον… …   Dictionary of Greek

  • Μπεγκίν, Μεναχέμ — (Μπρεστ Λιτόφσκ Πολωνίας 1913 – 1992). Ισραηλινός πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Νεότατος εντάχθηκε στην εθνικιστική σιωνιστική νεολαία Μπετάρ. Κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο εκτοπίστηκε στη Σιβηρία (1939), ενώ το 1942… …   Dictionary of Greek

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… …   Dictionary of Greek

  • Αρνταχάν — (Ardahan).Πόλη (18.500 κάτ. το 2002) της ανατολικής Τουρκίας στον νομό Καρς, κοντά στα τουρκοαρμενικά σύνορα. Στις 17 Μαΐου 1877 την κατέλαβαν οι Ρώσοι και την προσάρτησαν στην αυτοκρατορία τους. Με τη συνθήκη όμως του Μπρεστ Λιτόβσκ (1918)… …   Dictionary of Greek

  • Αχαρονιάν, Αβέντις (Γκαρίμπ) — (1866 1948). Αρμένιος πολιτικός και λογοτέχνης. Υπήρξε πρωθυπουργός της πρώτης κυβέρνησης του ανεξάρτητου αρμενικού κράτους, που σχηματίστηκε μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ Λιτόβσκ. Σύμφωνα με αυτή τη συνθήκη, η Αρμενία αποτελούσε,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Εμβέρ πασάς — (Κωνσταντινούπολη 1881 – Μπαλτζουάν, Μπουχάρα 1922). Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Υπήρξε μία από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες του κινήματος των Νεoτούρκων. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Κωνσταντινούπολης και το 1903 αποφοίτησε από την… …   Dictionary of Greek

  • Κριλένκο, Νικολάι Βασίλιεβιτς — (Nikolai Vasilyevich Krylenko, 1885 – 1938). Ρώσος στρατηγός και πολιτικός. Κατά την προεπαναστατική διαμάχη μεταξύ των μενσεβίκων και των μπολσεβίκων του Κομουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας, προσχώρησε στους δεύτερους και, μετά το 1917, του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”